- ἐξάπτων
- ἐξάπτωfasten frompres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek